-
1 βέλτιστος
βέλτιστοςbest: masc nom sg -
2 βέλτιστος
-η,-ον A 4-0-0-0-2=6 Gn 47,6.11; Ex 22,4(bis); 2 Mc 14,30sup. of ἀγαθός; best -
3 βέλτιστος
A best, most excellent,β. ἀνὴρ γενενῆσθαι περὶ τὸν δῆμον Ar.Eq. 765
; ὦ βέλτιστε or β., a common mode of address, my dear friend, Id.Pl. 1172, Antiph.289, Pl.R. 337e, etc.;ὦ βέλτιστε σύ Eub.106
;ὦ β. ἀνδρῶν Pl.Grg. 515a
;ὦ ἄριστε καὶ β. Id.Lg. 902a
;βέντισθ' οὗτος Theoc.5.76
;ὑπὲρ τὸ β. A.Ag. 378
; οἱ β. or τὸ β. the aristocracy, X. HG5.2.6, Cyr.8.1.16, Ath.1.5, etc.; τὸ β., in Philos., the highest good, Pl.Phd. 99a, 99b, Epict.Ench.51, etc.;τὰ β. βουλεύειν Th.4.68
;οὐκ ἀπὸ τοῦ β. ἀναστρέφεσθαι SIG593.7
(ii B. C.), PTeb.282.8 (ii A. D.). Adv.βέλτιστα X.Oec.7.29
, etc.;βελτίστως Simp. in Cael.419.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βέλτιστος
-
4 βελτίστω
βέλτιστοςbest: masc /neut nom /voc /acc dualβέλτιστοςbest: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————βέλτιστοςbest: masc /neut dat sg -
5 βελτίστη
βέλτιστοςbest: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————βέλτιστοςbest: fem dat sg (attic epic ionic) -
6 βελτίστων
βέλτιστοςbest: fem gen plβέλτιστοςbest: masc /neut gen pl -
7 βελτίστως
βέλτιστοςbest: adverbialβέλτιστοςbest: masc acc pl (doric) -
8 βέλτιστον
βέλτιστοςbest: masc acc sgβέλτιστοςbest: neut nom /voc /acc sg -
9 βελτίσταις
βέλτιστοςbest: fem dat pl -
10 βελτίστην
βέλτιστοςbest: fem acc sg (attic epic ionic) -
11 βελτίστης
βέλτιστοςbest: fem gen sg (attic epic ionic) -
12 βελτίστοις
βέλτιστοςbest: masc /neut dat pl -
13 βελτίστοισιν
βέλτιστοςbest: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
14 βελτίστου
βέλτιστοςbest: masc /neut gen sg -
15 βελτίστους
βέλτιστοςbest: masc acc pl -
16 βέλτιστα
βέλτιστοςbest: neut nom /voc /acc pl -
17 βέλτισται
βέλτιστοςbest: fem nom /voc pl -
18 βέλτιστε
βέλτιστοςbest: masc voc sg -
19 βέλτιστοι
βέλτιστοςbest: masc nom /voc pl -
20 βέντιστος
βέλτιστοςbest: masc nom sg (doric)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βέλτιστος — best masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιστος — η, ον βέλτιστος, η, ον (AM) (υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος αρχ. 1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε αγαπητέ, φίλε μου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι οι αριστοκρατικοί 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον α) η … Dictionary of Greek
βελτίστω — βέλτιστος best masc/neut nom/voc/acc dual βέλτιστος best masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστων — βέλτιστος best fem gen pl βέλτιστος best masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστως — βέλτιστος best adverbial βέλτιστος best masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιστον — βέλτιστος best masc acc sg βέλτιστος best neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίσταις — βέλτιστος best fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστη — βέλτιστος best fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστην — βέλτιστος best fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστης — βέλτιστος best fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστοις — βέλτιστος best masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)